Παρασκευή 5 Απριλίου 2013

Το κάστρο Αναστασιούπολης (Περιθεώριο) στο νομό Ροδόπης


Νότια της επαρχιακής οδού Ξάνθης-Κομοτηνής μέσω Ιάσμου και μετά τη διασταύρωση με το χωριό Αμαξάδες, κοντά στο μυχό της Βιστωνίδας λίμνης, σώζονται τα επιβλητικά ερείπια μιας οχυρωμένης πόλης τα οποία στους περιηγητές της Τουρκοκρατίας ήταν γνωστά με το όνομα "Μπουρού Καλέ". Τα ερείπια αυτά από πολύ νωρίς ταυτίστηκαν με τη γνωστή στα παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά χρόνια πόλη που έφερε διαδοχικά τα ονόματα Αναστασιούπολις και Περιθεώριον. 

Η πόλη βρίσκεται στο κέντρο της εύφορης περιοχής, όπου κατά την ομηρική εποχή έβοσκαν τα άλογα του Διομήδη. Στα ρωμαϊκά οδοιπορικά της ύστερης αρχαιότητας αναφέρεται σταθμός της Εγνατίας οδού με το όνομα Stabulo Diomedis, ο οποίος τοποθετείται στη θέση αυτή. Τον 6ο αι. η πόλη περιγράφεται από τον ιστορικό Προκόπιο και καλείται Αναστασιούπολις, όνομα που σύμφωνα με τον Καντακουζηνό οφείλεται στον αυτοκράτορα Αναστάσιο Α΄ (491-518), ο οποίος την οχύρωσε για πρώτη φορά. Σύμφωνα με τον Προκόπιο, ο Ιουστινιανός Α κατασκεύασε παράλιο τείχος, καθώς και μακρό τείχος μήκους 4 χλμ. το οποίο ξεκινούσε από τη βοριοδυτική γωνία του περιβόλου και έφθανε στους πρόποδες της Ροδόπης, ελέγχοντας έτσι την κίνηση πάνω στην Εγνατία οδό. Ταυτόχρονα λειτουργούσε ως υδραγωγείο μεταφέροντας νερό στην πόλη. Η επισκοπή Αναστασιουπόλεως εμφανίζεται ως υποκείμενη στη μητρόπολη Τραϊανουπόλεως από τους μεταϊουστινιάνειους χρόνους έως και τον 9ο αι., οπότε εμφανίζεται για πρώτη φορά και το νέο όνομά της Περιθεώριον. Το Περιθεώριον αναδείχθηκε σε στρατηγικής σημασία κάστρο για τον έλεγχο της περιοχής. Κατά τον 11ο αι. μαρτυρούνται μέσα στην πόλη και γύρω από αυτήν πλούσια μετόχια της Μονής Βατοπεδίου του Αγίου Όρους και της Μονής Πετριτζιωνιτίσσης (σημερινή Μονή Μπατσκόβου στη Βουλγαρία) Στα 1203 η Αναστασιούπολη, όπως και πολλές πόλεις της Θράκης καταστράφηκε από τον ηγεμόνα των Βουλγάρων Ιωάννη Ασέν τον οποίο οι βυζαντινοί συγγραφείς αποκαλούσαν και Σκυλογιάννη. Ακολούθησε μία περίοδος παρακμής για την οποία οι πηγές σιωπούν. Το 1341 ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος επισκεύασε τα ερειπωμένα της τείχη. Την ίδια εποχή η Αναστασιούπολις προβιβάστηκε και σε μητρόπολη. Στους μετέπειτα αιώνες η πόλη εμφανίζεται αρκετά συχνά στις πηγές και ιδίως σε σχέση με γεγονότα των εμφυλίων πολέμων του 14ου αι. Η πόλη άντεξε την πολιορκία του 1342/43 από τον Καντακουζηνό. 

Το Περιθεώριον ήταν από τα τελευταία αστικά κέντρα της Θράκης που υπέκυψαν στους Οθωμανούς, αφού γνώρισε μια περίοδο αυτοδιοίκησης. Ελάχιστοι χριστιανοί κάτοικοι διαβιούσαν μέσα στο κάστρο έως και τα τέλη του 17ου αι., ενώ τα ερείπια δύο παλαιών ναών με απομεινάρια από τον άλλοτε λαμπρό διάκοσμό τους εντυπωσίασαν τον περιηγητή Robert De Dreux που επισκέφθηκε την πόλη στα 1668. Σήμερα η επίχωση και η πλούσια βλάστηση κάλυψαν τα πάντα εκτός από τα υψηλά τείχη της που εντυπωσιάζουν με το μεγαλείο τους.


Σταυρούλα Δαδάκη, αρχαιολόγος





 



 







Διαβάστε Περισσότερα »

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

Το Φρούριο της Κομοτηνής (Βυζαντινό Τείχος Κομοτηνής)


Το Φρούριο της Κομοτηνής, γνωστό και ως το Βυζαντινό Τείχος Κομοτηνής είναι μια οχύρωση η οποία ανεγέρθηκε την πρωτοβυζαντινή περίοδο (τον 4ο αιώνα μ.κ.χ.) από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α' (379-395 μ.κ.χ.).

Το φρούριο είχε στρατηγική θέση, γιατί βρισκόταν επί της αρχαίας Εγνατίας οδού και έλεγχε το πέρασμα από την οροσειρά της Ροδόπης προς το Θρακικό πέλαγος. Το φρούριο ήταν τετράπλευρο με τέσσερις εισόδους, 16 πύργους και είχε τείχος ύψους 9,6 μέτρων. Μέσα βρισκόταν οχυρωμένη η Βυζαντινή πόλη Κουμουτζηνά.

Σήμερα ερείπια της οχύρωσης βρίσκονται στο κέντρο της Κομοτηνής και μέσα στα ερείπια σήμερα βρίσκεται ο μητροπολιτικός ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ο οποίος χρονολογείται από το 1800. Στις αρχές του 20ου αιώνα μέσα στα τείχη ζούσε η Εβραϊκή κοινότητα της Κομοτηνής και η συνοικία ονομαζόταν Εβραγιά. Μέσα στα τείχη βρισκόταν και η συναγωγή των Εβραίων αλλά μετά την εξόντωση της Εβραϊκής κοινότητας από τους Γερμανούς και Βούλγαρους κατακτητές η συναγωγή ερειπώθηκε και το 1994 κατεδαφίστηκε. Για την συντήρηση και αποκατάσταση του έργου στερέωσης και διαμόρφωσης του βυζαντινού τείχους του, το φρούριο έχει ενταχτεί στο επιχειρησιακό πρόγραμμα Μακεδονίας - Θράκης 2007-2013.








 


Διαβάστε Περισσότερα »

Φρούριο Νυμφαίας στης Κομοτηνή στη Κομοτηνή


Το Φρούριο Νυμφαίας (γνωστό και ως Καλές της Νυμφαίας) είναι ένα οχύρωμα ύστερης βυζαντινής περιόδου (1057-1453) 8 χλμ βορείως της Κομοτηνής στην Θράκη.

Το φρούριο είναι τετραγωνικής δομής και στο παρελθόν υπήρχαν τέσσερις κυλινδρικοί πύργοι σε κάθε γωνία. Σήμερα σώζονται κυρίως τα ερείπια της νότιας οχύρωσης. Η οχύρωση φτάνει τα 5 μέτρα ύψος με πάχος 1,8μέτρα. Η συνολική οχύρωση είχε περίμετρο 200 πόδια. Το φρούριο έλεγχε το πέρασμα από την πεδιάδα της Φιλιππούπολης μέσω της οροσειράς της Ροδόπης προς την πεδιάδα της Κομοτηνής




Διαβάστε Περισσότερα »

Φρούριο Γρατινής στο νομό Ροδόπης


Στους νότιους πρόποδες της οροσειράς της Ροδόπης και στην ανατολική όχθη του Πάτερμου έχουν εντοπιστεί ερείπια οχυρωμένου οικισμού, που ταυτίζεται με την βυζαντινή Γρατιανού (σημερινή Γρατινή). Η Γρατιανούπολη ή Γρατιανού υπήρξε σημαντική θέση της Θράκης και φαίνεται πως αποτέλεσε μεγάλο αστικό και οικιστικό κέντρο της κεντρικής Ροδόπης, αλλά και της ορεινής περιοχής της Θράκης γενικότερα, κατά το 13ο και 14ο αιώνα, ιδιαίτερα μετά την καταστροφή της τότε θρακικής πρωτεύουσας, της Μοσυνόπολης.

Δίπλα από τον ποταμό Πάτερμο, στα Β του σημερινού χωριού Γρατινή, βρίσκονται στη δυτική πλευρά ενός υψώματος τα ερείπια των οχυρώσεων της βυζαντινής Γρατιανούπολης. Το φρούριο κατασκευάστηκε πιθανότατα κατά τον 14ο αιώνα. Η κάτοψη του έχει ακανόνιστο σχήμα και μήκος από B προς Ν άνω των 250 ποδιών. Η τοιχοδομία του, που φτάνει έως τα 4 μέτρα ύψος, αποτελείται από αργούς λίθους, κονίαμα, θραύσματα πλίνθων και ακατάστατη πλινθοδομή. Το ανατολικό τείχος διαθέτει κυκλικό πύργο, ενώ κοντά σε ένα νεότερο παρεκκλήσι βρέθηκε μία υποθετικά παλαιά εξάγωνη ορθογώνια κινστέρνα (δεξαμενή), μεγάλων διαστάσεων και με κυλινδρικούς θόλους. Για την κατασκευή της οχύρωσης φαίνεται ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν παλαιότερα αρχιτεκτονικά μέλη, καθώς δε βρέθηκαν κάποια στοιχεία της αρχαιότητας. 



 


Διαβάστε Περισσότερα »

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Κάστρο της Γκίμπραινας στη Δαδιά Έβρου


Στη μέση του Δάσους της Δαδιάς, μέσα στα όρια της προστατευόμενης περιοχής, στο ψηλότερο σημείο ενός βραχώδους λόφου, βρίσκονται τα λίγα απομεινάρια ενός παμπάλαιου Βυζαντινού κάστρου, του κάστρου της Γκίμπραινας (ή Γκίμπρενας) ή Γκιούμπρας, όπως το λένε οι ντόπιοι.

Η Γκίμπραινα είναι ο πιο ψηλός λόφος στην περιοχή του δάσους της Δαδιάς και βρίσκεται περί τα 3 χλμ από το τουριστικό περίπτερο προς τα νοτιοδυτικά, στην καρδιά του δάσους. Το δάσος, ως γνωστόν, είναι το πιο σημαντικό καταφύγιοα αρπακτικών πτηνών στην Ευρώπη και εδώ και μερικά χρόνια η περιήγηση σε αυτό με ιδιωτικό αυτοκίνητο και χωρίς συνοδό απαγορεύεται.

Το κάστρο αυτό αποτελούσε μέρος μιας μακράς σειράς οχυρωματικών έργων που κατασκεύασε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός σε στρατηγικές τοποθεσίες για να εμποδίζουν την κάθοδο επιδρομέων προς τον Nότο και να προσφέρουν καταφύγιο στους κατοίκους της περιοχής. Πιθανότατα πρόκειται για το φρούριο της Ισγίπερας που αναφέρει ο βυζαντινός χρονογράφος και ιστορικός Προκόπιος στο βιβλίο του «Περί Κτισμάτων».

Στις πλαγιές της Γκίμπραινας υπάρχουν αρκετές σπηλιές, ανεξερεύνητες ακόμη, που χρησιμοποιήθηκαν σαν λημέρια από τους αρματωλούς στους αγώνες τους κατά των Τούρκων και πιο πρόσφατα από τους μαχητές της Αντίστασης στα χρόνια της Κατοχής. Η Γκίμπραινα επίσης υπήρξε θέατρο επιχειρήσεων κατά τον εμφύλιο. Το κάστρο και οι πολεμιστές που πέρασαν από εκεί έχουν γίνει αντικείμενο πολλών λαϊκών παραδόσεων και τραγουδιών.

Ο θρύλος λέει πως κάποτε ένας από τους δύο άρχοντες του Διδυμοτείχου, ο Δήμος, έστειλε την αδερφή του την Παγώνα να φέρει ένα κομμάτι βράχου από τον λόφο ώστε αυτός να αποτελέσει το θεμέλιο λίθο του κάστρου του Διδυμοτείχου. Η Παγώνα όμως καθυστέρησε πολλές μέρες και τα έργα δεν μπορούσαν να περιμένουν. Ο Δήμος λοιπόν έστειλε αγγελιοφόρο για να της πει να γυρίσει. Τη συνάντησε λίγο έξω από το Σουφλί όπου και παράτησε την πέτρα. Η πέτρα αυτή βρισκόταν εκεί μέχρι και το 1924 οπότε και καταστράφηκε με την κατασκευή του δρόμου. Μια από τις τρύπες λοιπόν επάνω στο λόφο από όπου η αδερφή του άρχοντα πήρε την πέτρα ονομάζεται της "Παγώνας η τρύπα".

Πηγή: www.kastra.eu


Διαβάστε Περισσότερα »

Το κάστρο του Πυθίου στον Έβρο


Το κάστρο του Πυθίου, ή Εμπύθιον κατά τους Βυζαντινούς, είναι κτισμένο σε ένα χαμηλό γήλοφο που αποτελεί την τελική απόληξη της γύρω ορεινής ζώνης προς την επίπεδη παραποτάμια πεδιάδα του Έβρου ποταμού. Βρίσκεται στις παρυφές του σύγχρονου οικισμού Πυθίου σε απόσταση 15 χλμ. βόρεια από το Διδυμότειχο, πολύ κοντά στα σύνορα με την Τουρκία.

Το φρούριο του Πυθίου, αν και δεν σώζει παρά μέρος μόνο του αρχικού του μεγέθους, εντυπωσιάζει τον επισκέπτη με τη μεγαλοπρέπεια, τη δύναμη και το ανάστημα των κτιριακών του όγκων. Κατατάσσεται στα πρωτοπόρα έργα της φρουριακής βυζαντινής αρχιτεκτονικής.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Νικηφόρο Γρηγορά ιδρύθηκε από τον Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνό (1341-1355) με σκοπό να αποτελέσει κατοικία και προσωπικό του καταφύγιο στις επιχειρήσεις που διεξήγαγε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου που ξέσπασε ανάμεσα σ΄αυτόν και τον νόμιμο διάδοχο Ιωάννη Γ’ Παλαιολόγο. Η ίδρυση του τοποθετείται στα 1330-1340.

Δεν γνώρισε όμως μεγάλη διάρκεια. Ήταν από τα πρώτα κάστρα που υπέκυψαν στις επιχειρήσεις των Οθωμανών Τούρκων κατά την προέλασή τους προς τη Θράκη. Μετά τον παροπλισμό του αναπτύχθηκε γύρω ένας οικισμός, γνωστός με το όνομα Καλελί Μπουργκάζ, ο οποίος βρισκόταν σε παρακλάδι του δρόμου από την Αδριανούπολη προς το Διδυμότειχο.

Κατά τους χρόνους της επανάστασης το χωριό έγινε γνωστό διότι εδώ ετάφη ο πατριάρχης Κύριλλος ΣΤ΄, ο οποίος απαγχονίστηκε στην Αδριανούπολη το 1821.

Το όλο συγκρότημα αποτελούνταν από δύο περιβόλους, έναν εξωτερικό και έναν εσωτερικό. Ο εξωτερικός, από τον οποίο σήμερα σώζονται ελάχιστα τμήματα ανάμεσα στα σπίτια του οικισμού, απλωνόταν σε όλη την έκταση του λόφου. Ο εσωτερικός καταλαμβάνει το άκρο του λόφου και τμήμα του έχει καταστραφεί από την λάξευση του λόφου για τη διέλευση της σιδηροδρομικής γραμμής που διέρχεται ακριβώς στη βάση του. Οι δυο περίβολοι ενισχύονταν με πύργους στις τρεις γωνίες, ενώ στα σημεία ένωσης των δύο περιβόλων υψώνονται οι δύο σωζόμενοι πύργοι με την είσοδο προς τον εσωτερικό περίβολο ανάμεσά τους.


 Ο μεγάλος κεντρικός πύργος είναι σχεδόν τετράγωνος στην κάτοψη με μήκος πλευράς 15 μ. Είναι τριώροφος και χρησίμευε ως κατοικία. Κάθε όροφος έχει τέσσερις χώρους που καλύπτονται με θόλους που στηρίζονται σε πλίνθινα τόξα τα οποία ξεκινούν από κεντρικό πεσσό και καταλήγουν στους εξωτερικούς τοίχους. Η είσοδος βρίσκεται στην ανατολική πλευρά. Στην ίδια πλευρά βρίσκεται και η διαμορφωμένη μέσα στο πάχος των τοίχων κτιστή κλίμακα που οδηγεί στους ορόφους και το δώμα του πύργου. Στη σωζόμενη απόληξη του πύργου διαμορφώνονται ισχυροί πρόβολοι που στήριζαν τον εξώστη ενός διευρυμένου ορόφου, ίσως και δύο, οι οποίοι περιλαμβάνονταν στον αρχικό σχεδιασμό, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι κατασκευάστηκαν. Οι πρόβολοι αυτοί αποτελούν καινοτομία της φρουριακής αρχιτεκτονικής στα χρόνια των Παλαιολόγων. Ο δεύτερος πύργος εδράζεται σε χαμηλότερο επίπεδο, αλλά σώζεται σε μεγαλύτερο ύψος. Είναι και αυτός σχεδόν τετράγωνος, αλλά μικρότερος με διαστάσεις 7,40 Χ 7,30 μ. και σώζεται σε ύψος 20 μ. Αποτελείται από τέσσερις ορόφους που στεγάζονται με σφαιρικούς θόλους. Ο κάθε όροφος είναι ανεξάρτητος. Ο δεύτερος όροφος είναι προσιτός από τον περίδρομο του τείχους. Η πρόσβαση στον τρίτο όροφο είναι δυνατή μέσω εσωτερικού διαδρόμου πάνω από την ενδιάμεση τοξωτή πύλη, ενώ στον τέταρτο όροφο από τον μεγάλο πύργο μέσω του περιδρόμου.

Πηγή: www.kastra.eu












 




Διαβάστε Περισσότερα »